- τριωβολιαῖος
- τρῐωβολ-ιαῖος, α, ον,A weighing three obols,
τροχίσκοι Dsc.1.99
, Gal.14.161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχίσκοι Dsc.1.99
, Gal.14.161.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριωβολιαίος — αία, ον, Α τριωβολιμαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριώβολον + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
τριωβολιαίους — τριωβολιαῖος weighing three obols masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοβολιαίος — ον, Α (εσφ. γρφ.) τριωβολιαῑος* … Dictionary of Greek
τριωβολιαίαν — τριωβολιαίᾱν , τριωβολιαῖος weighing three obols fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)